Λέξη: αμέσως

Σχετικές λέξεις: αμέσως

αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως επίρρημα, αμέσωσ ή άμεσα, αμέσως αντίθετο, αμέσως αντώνυμο, αμέσωσ μετά

Συνώνυμα: αμέσως

έξαφνα, ευθύς, διά μιας, εντελώς, μονομιάς, ξάστερα, πάραυτα, επί του παρόντος, σύντομα, άμεσα, μετά τούτου, μετ' αυτού

Μεταφράσεις: αμέσως

αμέσως στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immediately, instantly, forthwith, right away, at once, straight away

αμέσως στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmediatamente, directamente, enseguida, inmediato, de inmediato, inmediata, inmediatamente a

αμέσως στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmittelbar, sogleich, direkt, sofort, augenblicklich, unverzüglich, umgehend

αμέσως στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instantanément, aussitôt, immédiatement, illico, suite, tout de suite, immédiate

αμέσως στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immediato, subito, immediatamente, direttamente, immediata

αμέσως στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imediato, directamente, imediatamente, de imediato, logo, imediata

αμέσως στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meteen, aanstonds, subiet, dadelijk, zo, onmiddellijk, direct, onverwijld

αμέσως στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экстренно, немедленно, как, молниеносно, тотчас, незамедлительно, сразу, моментально, непосредственно, мгновенно, сразу же

αμέσως στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
straks, umiddelbart, øyeblikkelig, gang, en gang

αμέσως στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omedelbart, genast, direkt, omgående, omedelbart under

αμέσως στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pikimmiten, välittömästi, heti, oikopäätä, oitis, viipymättä

αμέσως στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nu, straks, øjeblikkeligt, umiddelbart, omgående, samme

αμέσως στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okamžitě, ihned, hned, bezprostředně, vzápětí, neprodleně

αμέσως στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
natychmiast, błyskawicznie, momentalnie, niezwłocznie, bezpośrednio, bezzwłocznie, tuż

αμέσως στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amint, mihelyt, közvetlenül, azonnal, haladéktalanul, azonnali, rögtön

αμέσως στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hemen, derhal, anında, şimdi

αμέσως στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зразу, миттєво, екземпляр, негайно, відразу

αμέσως στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
menjëherë, menjëherë të, menjehere, menjëherë e

αμέσως στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
веднага, незабавно, непосредствено, незабавно да

αμέσως στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зараз, неадкладна, адразу, адразу ж, зараз жа

αμέσως στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viivitamatult, kohe, koheselt, viivitamata, vahetult

αμέσως στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trenutno, smjesta, odmah, neposredno, je odmah, se odmah

αμέσως στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þegar, strax, tafarlaust, þegar í stað, stað, samstundis

αμέσως στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
statim, protinus, confestim

αμέσως στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nedelsiant, tuojau, karto, iš karto, nedelsdamas

αμέσως στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nekavējoties, tieši, tūlīt, uzreiz, jau tūlīt

αμέσως στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
веднаш, веднаш се, веднаш да, непосредно

αμέσως στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dat, imediat, îndată, de îndată

αμέσως στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
takoj, nemudoma, je takoj, neposredno, pomislekov takoj

αμέσως στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okamžité, okamžite, hne, ihneď, hneď, bezodkladne, ihned

Στατιστικά δημοτικότητας: αμέσως

Τυχαίες λέξεις