Потрескивать στα ελληνικά

Μετάφραση: потрескивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
Потрескивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агрессивный στα ελληνικά - άγριος, εριστικός, φιλοπόλεμος, επιθετικός, κτηνώδης, επιθετική, επιθετικό, ...
  • благопристойность στα ελληνικά - σεμνότητα, μετριοφροσύνη, ευπρέπεια, ταπεινοφροσύνη, κοσμιότητα, φρονιμάδα, απλότητα, ...
  • бушевать στα ελληνικά - τρικυμία, βρυχώμαι, μανία, βρυχηθμός, ράμπα, λυσσομανώ, φουντώνω, ...
  • главнокомандующий στα ελληνικά - Αρχηγός, αρχιστράτηγος, Αρχιστράτηγου, διοικητής του Ελληνικού Στρατού, γενικός διοικητής του Επιτελείου
Τυχαίες λέξεις
Потрескивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού