Потрошить στα ελληνικά
Μετάφραση: потрошить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισύρω, καθαρίζω, έντερο, τραβώ, ζωγραφίζω, έλκω, καθαρός, ξεκοιλιάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бескрайний στα ελληνικά - άπειρος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- бирюза στα ελληνικά - γαλάζιος, τυρκουάζ, τιρκουάζ, γαλαζοπράσινα, τουρκουάζ, τα γαλαζοπράσινα
- гемоглобин στα ελληνικά - αιμοσφαιρίνη, αιμοσφαιρίνης, της αιμοσφαιρίνης, την αιμοσφαιρίνη, η αιμοσφαιρίνη
- датчик στα ελληνικά - αισθητήρας, ανιχνευτής, αισθητήρα, του αισθητήρα, αισθητήρων, αισθητήριο
Τυχαίες λέξεις
Потрошить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισύρω, καθαρίζω, έντερο, τραβώ, ζωγραφίζω, έλκω, καθαρός, ξεκοιλιάζω
Μεταφράσεις: επισύρω, καθαρίζω, έντερο, τραβώ, ζωγραφίζω, έλκω, καθαρός, ξεκοιλιάζω