Потрясать στα ελληνικά
Μετάφραση: потрясать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοκ, κραδασμός, κρούση, κουνώ, πνίγω, σαλεύω, συντρίβω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боковой στα ελληνικά - πλάγιος, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
- вдумчивый στα ελληνικά - προσεκτικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστικός, στοχαστική
- впускать στα ελληνικά - εμφυσώ, παραδέχομαι, εισάγω, ομολογώ, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
- девушка στα ελληνικά - δεσποινίς, κορίτσι, παρθένος, χάνω, μεσοφόρι, αστοχώ, βράγχιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Потрясать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοκ, κραδασμός, κρούση, κουνώ, πνίγω, σαλεύω, συντρίβω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Μεταφράσεις: σοκ, κραδασμός, κρούση, κουνώ, πνίγω, σαλεύω, συντρίβω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock