Потягивать στα ελληνικά

Μετάφραση: потягивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
Потягивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абрикос στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
  • анис στα ελληνικά - γλυκάνισο, γλυκάνισου, ανίσου, άνισου, άνισο
  • безустанный στα ελληνικά - ασταμάτητος, ακούραστος, ακούραστη, άοκνες, τις άοκνες, ακούραστο
  • длань στα ελληνικά - φοίνικας, χέρι, χεριών, χειρός, Hand, το χέρι
Τυχαίες λέξεις
Потягивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP