Похлебка στα ελληνικά
Μετάφραση: похлебка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαζός, σούπα, ακαταστασία, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взыскательный στα ελληνικά - αυστηρός, απαιτητικός, απαιτητικές, απαιτητικό, αυστηρές, απαιτητικά
- внимательно στα ελληνικά - προσεκτικά, περιποιητικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
- возбужденный στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, βίαιος, συναρπαστικός, πυρετώδης, σφοδρός, άγριος, τεντωμένος, ...
- вымирать στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, σβήνω, πεθαίνουν, πεθάνουν, σβήσει, εκλείπουν
Τυχαίες λέξεις
Похлебка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαζός, σούπα, ακαταστασία, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Μεταφράσεις: χαζός, σούπα, ακαταστασία, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα