Λέξη: καλαφατίζω

Συνώνυμα: καλαφατίζω

βουλώνω

Μεταφράσεις: καλαφατίζω

καλαφατίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caulk, calk

καλαφατίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calafatear, masilla, calafateo, masilla de, la masilla

καλαφατίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abdichten, caulk, kalfatern, Stemmasse, Dichtungsmasse

καλαφατίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calfeutrer, étancher, calfater, calfeutrage, mastic, de calfeutrage

καλαφατίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calafatare, caulk, mastice, stucco, calafata

καλαφατίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calafetar, calafetação, caulk, calafete, calafeta

καλαφατίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalefateren, breeuwen, kalfateren, caulk, kit, breeuwwerk, waterdicht

καλαφατίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конопатить, замазывать, законопачивать, затыкать, уплотняющие, уплотняющие составы, затыкают, затыкание

καλαφατίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
caulk, fugemasse, kittet

καλαφατίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
caulk, diktnings, täta, fogmassa, fogmassan

καλαφατίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilkitä, saumausaineet, caulk, Kittiliuska, tiivistää

καλαφατίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
caulk, fugemasse, kalfatring, tætningsmasse, CALC

καλαφατίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
těsnit, ucpat, utěsnit, těsnící, utěsněná, utěsněnou

καλαφατίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uszczelniać, dokonywać, uszczelnić, caulk, spoiny uszczelniającej, doszczelniać, konopacić

καλαφατίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömítés, dugaszol, tömítőkészít, tömítőanyag, tömítőanyagot

καλαφατίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalafatlamak, kalafat, caulk, kalafat etmek, da caulk

καλαφατίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замазувати, замащувати, сорочка, затикати, конопатьте, конопатіть, конопатити, веснянкуватий

καλαφατίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zë, mbyll, stukoj

καλαφατίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вид силикон, силикон, нетъкани материали, замажете, нетъкани

καλαφατίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канапаціць

καλαφατίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tihendama, tihtima, triivima, pahtlit, tihendusaine, takutama

καλαφατίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katranizirati, zatvarati pukotine, tekućine za prijenos topline, brtva, zatvorene pukotine

καλαφατίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
caulk, þéttiefni

καλαφατίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk

καλαφατίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drīvēt, ķitēt

καλαφατίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вид силикон

καλαφατίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
călăfătui, calafatui, stemuire, de stemuire, călăfătuirea

καλαφατίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čep, smola, Katranizirati, smolnati čep

καλαφατίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
utesniť, utesnite, utesnenie
Τυχαίες λέξεις