Похлопывать στα ελληνικά
Μετάφραση: похлопывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαϊδεύω, ελαφρό κτύπημα, Pat, ελαφρύ κτύπημα, το ελαφρύ κτύπημα, Πατ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбухнуть στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, vzbuhnut
- воскресить στα ελληνικά - σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, να, για να, σε, ...
- дистанция στα ελληνικά - φάσμα, μεραρχία, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, τομή, απόσταση, διχασμός, ...
- дряхлый στα ελληνικά - γεροντικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Τυχαίες λέξεις
Похлопывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαϊδεύω, ελαφρό κτύπημα, Pat, ελαφρύ κτύπημα, το ελαφρύ κτύπημα, Πατ
Μεταφράσεις: χαϊδεύω, ελαφρό κτύπημα, Pat, ελαφρύ κτύπημα, το ελαφρύ κτύπημα, Πατ