Похохотать στα ελληνικά
Μετάφραση: похохотать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελώ, pohohotat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биологический στα ελληνικά - βιολογικός, βιολογική, βιολογικών, βιολογικής, βιολογικές
- вдовство στα ελληνικά - χηρεία, χηρείας, τη χηρεία, χηρείας που, η χηρεία
- вежливо στα ελληνικά - ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
- взбираться στα ελληνικά - αποκορύφωμα, λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, όρος, αναρριχώμαι, βουνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Похохотать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελώ, pohohotat
Μεταφράσεις: γελώ, pohohotat