Правоспособность στα ελληνικά
Μετάφραση: правоспособность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
![Правоспособность στα ελληνικά Правоспособность στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-28887.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аттестат στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, δίπλωμα, μαρτυρία, οικογένεια, πιστοποιητικού, βεβαίωση, ...
- внук στα ελληνικά - εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, εγγονού, ο εγγονός
- гидрология στα ελληνικά - υδρολογία, υδρολογίας, την υδρολογία, της υδρολογίας, υδρολογικά
- забывающий στα ελληνικά - επιλήσμων, αγνοεί, αγνοούν, να αγνοεί, μη ενθυμούμενος
Τυχαίες λέξεις
Правоспособность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Μεταφράσεις: ικανότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας