Правоспособность στα ελληνικά

Μετάφραση: правоспособность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Правоспособность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аттестат στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, δίπλωμα, μαρτυρία, οικογένεια, πιστοποιητικού, βεβαίωση, ...
  • внук στα ελληνικά - εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, εγγονού, ο εγγονός
  • гидрология στα ελληνικά - υδρολογία, υδρολογίας, την υδρολογία, της υδρολογίας, υδρολογικά
  • забывающий στα ελληνικά - επιλήσμων, αγνοεί, αγνοούν, να αγνοεί, μη ενθυμούμενος
Τυχαίες λέξεις
Правоспособность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας