Λέξη: ψιλή

Σχετικές λέξεις: ψιλή

ψιλή και δασεία στο word, ψιλή βροχούλα έπιασε, ψιλή κυριότητα ορισμός, ψιλή και δασεία, ψιλή κυριότητα στα αγγλικά, ψιλή κυριότητα φορολογική δήλωση, ψιλή κυριότητα, ψιλή άμμος αμοργός, ψιλή κυριότητα και επικαρπία, ψιλή δασεία

Μεταφράσεις: ψιλή

ψιλή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fine, thin, bare, of fine

ψιλή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lindo, cuco, fino, multa, tenue, delgado, delicado, bonito, bien, fina, muy bien

ψιλή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schön, geldstrafe, strafgebühr, genau, fein, zart, gut, mahngebühr, strafe, geldbuße, Geldbuße, Geldstrafe

ψιλή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doux, pur, éminent, joli, brillant, effilé, bon, léger, bien, net, admirablement, amende, tendre, distingué, exquis, subtil, fin, beau, belle

ψιλή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammenda, delicato, contravvenzione, bene, elegante, fine, fino, multa, benissimo, raffinato

ψιλή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
multa, estranhar, a coimar, excelente, fino, bonito, brando, delicado, multar, formoso, coimas, belo, bem, fina, coima

ψιλή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoon, net, delicaat, gevoelig, mooi, iel, boete, geldboete, fraai, knap, kieskeurig, fijn, kies, fijne, prima

ψιλή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блестящий, штраф, острый, восхитительный, сокращаться, тоньше, ясный, великолепный, замечательный, пеня, красивый, красный, возвышенный, сухой, рафинированный, уменьшаться, хорошо, прекрасно, отлично, прекрасный

ψιλή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bot, vakker, fin, skjønn, mulkt, pen, fint, greit, bra

ψιλή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skön, vacker, fin, böter, bra, fina, fint

ψιλή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sakko, viehkeä, mainio, hieno, kaunis, ihana, hyvä, mainiosti, sakon, hienoja, hyvin

ψιλή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøde, skøn, fin, smuk, fint, fine, bøden

ψιλή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobře, tenký, úžasně, krásně, obdivuhodný, skvělý, ušlechtilý, hezký, dobrý, skvěle, uhlazený, konec, krásný, pěkně, pěkný, jemný, pokuta, v pořádku, jemná, v pohodě

ψιλή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porządny, drobny, finezyjny, miałki, przyjemny, cienieć, udatny, drobno, karny, pięknie, drobnoziarnisty, ród, kara, świetny, wytworny, cienki, grzywna, piękny

ψιλή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finoman, kicsinosított, cifra, apróra, szépen, bravúrosan, kártalanítás, finomra, finom, bírság, bírságot, szép, jó

ψιλή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi, hassas, zarif, ince, güzel, para cezası, gayet iyi

ψιλή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гарний, сухій, точний, хороша, виблискуючий, добре, гарно

ψιλή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bukur, gjobë, bukura, gjoba, të bukura, fine

ψιλή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глоба, фин, фина, фино, отличен

ψιλή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, хорошо

ψιλή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peen, trahv, trahvi, trahviühikut, fine

ψιλή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fino, globa, divan, fini, krasan, nježno, dobro, u redu, fine, novčanom kaznom

ψιλή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ágætlega, ágætur, fínn, fínt, lagi, í lagi, vel

ψιλή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pulcher, elegans

ψιλή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puikus, gerai, bauda, subtilus, plonas, smulkus, puikiai, baudos, baudą

ψιλή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smalks, sīks, jauks, soda nauda, naudassods, naudas sodu, naudas sods

ψιλή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парична казна, фини, казна, фино, Глоба

ψιλή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
foc, amendă, fin, fine, fină, amenda

ψιλή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazen, redu, fino, fina, v redu, globe

ψιλή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobre, fajn, jemný, hebký, pokuta, pokuty, pokutu

Στατιστικά δημοτικότητας: ψιλή

Τυχαίες λέξεις