Практичный στα ελληνικά
Μετάφραση: практичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτικός, τετραπέρατος, έξυπνος, καπάτσος, πανέξυπνος, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внятно στα ελληνικά - σαφώς, ευδιάκριτα, ευκρινώς, διακριτά, ξεκάθαρα
- выбыть στα ελληνικά - παρατάω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, παραιτούμαι, φεύγω, να συνταξιοδοτηθούν, ...
- греция στα ελληνικά - Ελλάδα
- духи στα ελληνικά - μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, ευωδιά, οσμή, αρώματος, αρώματα, ...
Τυχαίες λέξεις
Практичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτικός, τετραπέρατος, έξυπνος, καπάτσος, πανέξυπνος, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Μεταφράσεις: πρακτικός, τετραπέρατος, έξυπνος, καπάτσος, πανέξυπνος, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά