Предварительно στα ελληνικά
Μετάφραση: предварительно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, πριν, προηγούμενα, προτού, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
Μεταφράσεις
- бульканье στα ελληνικά - γουργούρισμα, κελάρυσμα, γουργουρητό, κελαρύζει, κελαρύζω
- вшивость στα ελληνικά - φθειρίαση, φθειρίασης, pediculosis, της φθειρίασης
- выводящий στα ελληνικά - εκκριτικός
- вычитаемое στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, αφαιρετέος
Τυχαίες λέξεις
Предварительно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, πριν, προηγούμενα, προτού, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
Μεταφράσεις: πρώτος, πριν, προηγούμενα, προτού, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη