Предварить στα ελληνικά
Μετάφραση: предварить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχρονολογούμαι, πρόλογος, πρόλογο, προλόγου, προοίμιο, πρόλογό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азот στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
- вертел στα ελληνικά - φτύνω, πτύω, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
- вступаться στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- дрожание στα ελληνικά - τρεμουλιάζω, τρέμω, τρεμούλα, τρεμοπαίζω, τρεμούλιασμα, ταραχή, κραδασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Предварить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, πρόλογος, πρόλογο, προλόγου, προοίμιο, πρόλογό
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, πρόλογος, πρόλογο, προλόγου, προοίμιο, πρόλογό