Предвидеть στα ελληνικά
Μετάφραση: предвидеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβλέπω, προνοώ, καθορίζω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, φαντάζομαι, παρέχω, προβλέπουν, προβλεφθεί, προβλέψει, προβλέψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австралийский στα ελληνικά - Αυστραλός, Αυστραλίας, της Αυστραλίας, αυστραλιανή, αυστραλιανό
- беспрепятственно στα ελληνικά - ελεύθερα, απεριόριστα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
- выжимки στα ελληνικά - ζόφος, στριμώχνω, σκουπίδια, στύβω, ζουλώ, marc, στεμφύλων, ...
- грейс στα ελληνικά - χάρη, Χάριτος, Γκρέις, επιείκεια, χάρις
Τυχαίες λέξεις
Предвидеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβλέπω, προνοώ, καθορίζω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, φαντάζομαι, παρέχω, προβλέπουν, προβλεφθεί, προβλέψει, προβλέψουν
Μεταφράσεις: προβλέπω, προνοώ, καθορίζω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, φαντάζομαι, παρέχω, προβλέπουν, προβλεφθεί, προβλέψει, προβλέψουν