Предрасположенный στα ελληνικά
Μετάφραση: предрасположенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανέτοιμος, εικαστικός, πρηνής, κατάλληλος, έτοιμος, επιρρεπής, προδιάθεση, με προδιάθεση, έχουν προδιάθεση, έχει προδιάθεση, προδιατεθειμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богослов στα ελληνικά - θεολόγος, θεολογία, Θεολόγου, θεολόγο
- гоняться στα ελληνικά - κυνηγώ, βλέπω, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
- девчонка στα ελληνικά - κορίτσι, πατσαβούρα, κατσικάκι, παιδί, πιτσιρίκος, πόρνη, gal, ...
- джентльмен στα ελληνικά - κύριος, τζέντλεμαν, κυρίων, κύριο, ο κύριος
Τυχαίες λέξεις
Предрасположенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανέτοιμος, εικαστικός, πρηνής, κατάλληλος, έτοιμος, επιρρεπής, προδιάθεση, με προδιάθεση, έχουν προδιάθεση, έχει προδιάθεση, προδιατεθειμένοι
Μεταφράσεις: πανέτοιμος, εικαστικός, πρηνής, κατάλληλος, έτοιμος, επιρρεπής, προδιάθεση, με προδιάθεση, έχουν προδιάθεση, έχει προδιάθεση, προδιατεθειμένοι