Предусмотреть στα ελληνικά
Μετάφραση: предусмотреть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, καθορίζω, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προλέγω, προνοώ, προβλέπω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богомолка στα ελληνικά - προσκύνημα, προσευχή, προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές
- воспитывать στα ελληνικά - θηλάζω, φέρνω, υιοθετώ, θετός, πισινός, τρένο, ανατρέφω, ...
- выслеживать στα ελληνικά - ίχνος, υπόλειμμα, μονοπάτι, σημειώνω, βαθμός, κατάσκοπος, πίστα, ...
- гальванизация στα ελληνικά - γαλβανισμό, γαλβάνισμα, γαλβανισμός, ψευδαργύρωση, γαλβανισμού
Τυχαίες λέξεις
Предусмотреть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, καθορίζω, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προλέγω, προνοώ, προβλέπω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, καθορίζω, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προλέγω, προνοώ, προβλέπω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή