Преломить στα ελληνικά
Μετάφραση: преломить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαθλώ, διάθλαση, διαθλάται, διαθλώνται, διαθλασμένου, διαθλώμενο, διαθλασμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выжимать στα ελληνικά - πρεσάρω, ζουλώ, πιέζω, στριμώχνω, στύβω, σφίξιμο, συμπίεση, ...
- выздороветь στα ελληνικά - ανάρρωση, παίρνω, επανακτώ, αποκτώ, αναρρώνω, ανακτώ, ανάκτηση, ...
- диспрозий στα ελληνικά - δυσπρόσιο, δυσπροσίου, το δυσπρόσιο, του δυσπροσίου
- дребезжать στα ελληνικά - τρίζω, φλυαρώ, βαζάκι, κουδουνίζω, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Преломить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαθλώ, διάθλαση, διαθλάται, διαθλώνται, διαθλασμένου, διαθλώμενο, διαθλασμένο
Μεταφράσεις: διαθλώ, διάθλαση, διαθλάται, διαθλώνται, διαθλασμένου, διαθλώμενο, διαθλασμένο