Пресечение στα ελληνικά

Μετάφραση: пресечение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, μείωση, εκκρεμότητα, αναστολή, αναβολή, καταστολή, αφανισμός, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Пресечение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баклан στα ελληνικά - κορμοράνος, φαλακροκόραξ, κορμοράνων, των κορμοράνων, κορμοράνου
  • вторгаться στα ελληνικά - αθετώ, επιδρομή, παραβαίνω, εισβάλλω, παραβιάζω, καταπατούν, σφετερισμό, ...
  • горевать στα ελληνικά - κλαίω, οδυρμός, μοιρολογώ, μετανιώνω, απήγανος, θρηνώ, πενθώ, ...
  • еврейский στα ελληνικά - εβραϊκός, εβραϊκή, Εβραϊκό, εβραϊκής, Εβραϊκού
Τυχαίες λέξεις
Пресечение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, μείωση, εκκρεμότητα, αναστολή, αναβολή, καταστολή, αφανισμός, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή