Λέξη: στριφογυρίζω

Συνώνυμα: στριφογυρίζω

αναταράσσω, δέρνω, ανησυχώ, συστρέφομαι, κουλουριάζω, κουλουριάζομαι, παίζω, κλώθω, γυρίζω

Μεταφράσεις: στριφογυρίζω

στριφογυρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spin, wriggle, buzz about, twiddle, squirm, churn

στριφογυρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
girar, hilar, bailar, meneo, serpenteo, retorcerse, culebree, wriggle

στριφογυρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rotieren, trudeln, drall, zappeln, wriggle, schlängeln, sich winden

στριφογυρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tournoiement, tournoyer, tourbillonner, rotation, tourbillonnement, tisser, filer, tourner, tour, frétiller, gigoter, se tortiller, tortiller, tortillement

στριφογυρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruotare, guizzo, wriggle, dimenarsi, guizzo di, contorcersi

στριφογυρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rotação, derramar, derramamento, meneio, furtar, contorcer, contorça, ziguezagueia

στριφογυρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spinnen, kronkelen, wriggle, wriemelen, gewriemel, gekronkel

στριφογυρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покрутиться, сучить, состряпать, крутить, верчение, вертеть, штопор, спин, прясть, вертеться, составлять, спрясть, кружение, крутиться, плести, кружиться, извиваться, выкручиваться, извив, изгиб

στριφογυρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spinne, sno seg, vrikke, sno

στριφογυρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spinna, snurra, VICKNING, slingra, sLINGRA SIG, VRICKA PÅ, SLINGRING

στριφογυρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kutoa, syöksykierre, kierre, pyöriminen, pyörintä, kiemurrella, kiemurtelu, vääntelehtiä, räpistellä

στριφογυρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vride

στριφογυρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rotace, vířit, příst, točit, víření, točení, upříst, soukat, rotovat, otočka, kroutit, kroutit se, svíjet, kroucení, svíjet se

στριφογυρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obracać, młyniec, uprząść, wirować, korkociąg, naprząść, kręcenie, uwijać, buksować, kręcić, usnuć, odwirowywać, obrót, przejażdżka, prząść, wirowanie, wić się, kręcić się, wicie się, wymigać się, wiercić się

στριφογυρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forgás, tekergőzés, csavargat, kanyargás

στριφογυρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıyrılmak, sallanma, kıvranmak, kıpırdanmak, kıvrılmak

στριφογυρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кружляння, крутитися, крутити, прясти, звиватися, ізвиватися, звивається, викручуватися

στριφογυρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luaj, përdridhem, dredh, përdredhje e trupit

στριφογυρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
не ме свърта, гърча, ме свърта, въртене, гънене

στριφογυρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выгінацца, плазаваць, звівацца, выкручвацца, канвульсіўна закручвацца

στριφογυρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tsentrifuugima, tiirlema, vingerdama, vingerdamine, vingerdades, Kiemurrella, Räpistellä

στριφογυρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
presti, plesti, uvrtjeti, zavrtjeti, pričati, vrtjeti se, vijuganje, vrtjeti, probijati se, migoljiti

στριφογυρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wriggle

στριφογυρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraipytis, krutėti, raitytis, rangymasis, raitymasis

στριφογυρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izgrozīties, izliekums, līkums, ķepuroties, locīties

στριφογυρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
извивам, провлекуваат, се провлекуваат

στριφογυρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se furișa, merge șerpuit, răsucire, bâțâi, mișca încoace și încolo

στριφογυρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrteti, Vijuganje, Vrtjeti, Vrtjeti se

στριφογυρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krútiť
Τυχαίες λέξεις