Пресмыкаться στα ελληνικά
Μετάφραση: пресмыкаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρσιμο, μπουσουλάω, έρπω, κόλακας, γλείφω, σέρνομαι, υποτάσσομαι, σύρομαι, κυλιόμαι, grovel, σκύβουμε το κεφάλι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актинический στα ελληνικά - ακτινική, ακτινικής, ακτινικές, ακτινικών, ακτινικό
- бренный στα ελληνικά - αδύναμος, χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, ...
- вытапливание στα ελληνικά - απόδοση, παροχή, παροχής, απόδοσης, ΔΖΚ
- дохлый στα ελληνικά - αδύνατος, ασήμαντος, ισχνός, νεκρός, πεθαμένος, νεκρών, νεκρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Пресмыкаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, έρπω, κόλακας, γλείφω, σέρνομαι, υποτάσσομαι, σύρομαι, κυλιόμαι, grovel, σκύβουμε το κεφάλι
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, έρπω, κόλακας, γλείφω, σέρνομαι, υποτάσσομαι, σύρομαι, κυλιόμαι, grovel, σκύβουμε το κεφάλι