Прессование στα ελληνικά

Μετάφραση: прессование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίεση, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, το πάτημα
Прессование στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • белесый στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
  • бичламар στα ελληνικά - beach-, παραλίας, παραλιακό, της παραλίας, παραθαλάσσια
  • восполнять στα ελληνικά - κατασκευάζω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, περατώνω, παροχή, ολόκληρος, χορήγηση, ...
  • жевать στα ελληνικά - μασώ, αναχαράζω, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
Τυχαίες λέξεις
Прессование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίεση, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, το πάτημα