Претендовать στα ελληνικά
Μετάφραση: претендовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψάχνω, αναζητώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архимандрит στα ελληνικά - αρχιμανδρίτης, αρχιμανδρίτη, ο αρχιμανδρίτης, τον Αρχιμανδρίτη, αρχιμανδρίτου
- выполаскивать στα ελληνικά - ξεπλένω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
- дьякон στα ελληνικά - διάκονος, διάκονο, διακόνου, διάκος, ιεροδιάκονος
- дягиль στα ελληνικά - αγγελική, Angelica, αγγελικής, αγγέλικας, Αντζέλικα
Τυχαίες λέξεις
Претендовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψάχνω, αναζητώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Μεταφράσεις: ψάχνω, αναζητώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης