Привесить στα ελληνικά

Μετάφραση: привесить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, κρεμώ, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
Привесить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бахвальство στα ελληνικά - ενεργοποίηση, φιγούρα, splurge, επίδειξη, κάνω πομπώδη επίδειξη
  • всколыхнуть στα ελληνικά - ανακατεύω, κινούμαι, κινώ, αναδεύω, διεγείρω, ταραχή, ανάδευσης, ...
  • выжатый στα ελληνικά - πιέζονται, συμπιέζεται, πιέζεται, συμπιεστεί, συμπιέζονται
  • завлечь στα ελληνικά - δελεάζω, παρασύρω, παγιδεύω, παγιδεύουν, εγκλωβίζουν, παγιδεύσει, παγιδεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Привесить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή