Прививка στα ελληνικά
Μετάφραση: прививка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόσχευμα, μπολιάζω, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпад στα ελληνικά - χτυπώ, περνώ, πέρασμα, ώθηση, στενά, σουξέ, κυκλοφορώ, ...
- георгий στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
- данные στα ελληνικά - ύλη, δεδομένα, μαρτυρία, διάβασμα, στοιχεία, απόδειξη, αποδείξεις, ...
- достижимость στα ελληνικά - Εφικτές
Τυχαίες λέξεις
Прививка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόσχευμα, μπολιάζω, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
Μεταφράσεις: μόσχευμα, μπολιάζω, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός