Приводниться στα ελληνικά
Μετάφραση: приводниться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, προσθαλάσωση
Μεταφράσεις
- базилик στα ελληνικά - βασιλικός, βασιλικό, βασιλικού, Βασίλης, Basil
- вольнослушатель στα ελληνικά - εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
- встревожить στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
- вытапливать στα ελληνικά - λιώνω, ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, στάζει, χυθεί
Τυχαίες λέξεις
Приводниться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, προσθαλάσωση
Μεταφράσεις: προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, προσθαλάσωση