Привыкать στα ελληνικά

Μετάφραση: привыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Привыкать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аннексировать στα ελληνικά - παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
  • босоножка στα ελληνικά - πέδιλο, σανδάλι, σανδαλιών, σαγιονάρα, πεδίλου
  • влечь στα ελληνικά - σέρνω, τραβώ, ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, ...
  • вторичный στα ελληνικά - δευτερόλεπτο, πλάγιος, δευτερεύων, δεύτερον, παράγωγος, επαναλαμβανόμενος, δεύτερος, ...
Τυχαίες λέξεις
Привыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν