Εξοικειώνομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приучать, привыкать, я знаком, хорошо знаком, ознакомлен, я знакома, хорошо знакома
Εξοικειώνομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, εξοικειώνομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα ρωσικά - опухнуть, зыбь, отечь, переваривать, переварить, разбухнуть, гиперболизировать, ...
  • εξοικειωμένος στα ρωσικά - заведомый, завсегдатай, интимный, ведомый, обычный, спутник, фамильярный, ...
  • εξοικειώνω στα ρωσικά - привыкать, приучать, ознакомиться с, познакомиться с, знакомят с, ознакомится с, познакомят с
  • εξοκέλλω στα ρωσικά - участок, разрывать, скручивать, прядь, стренга, нить, цепь, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: приучать, привыкать, я знаком, хорошо знаком, ознакомлен, я знакома, хорошо знакома