Приглушать στα ελληνικά
Μετάφραση: приглушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, κουκουλώνω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкоголь στα ελληνικά - πίνω, πνεύμα, ποτό, αλκοόλ, οινόπνευμα, αλκοόλη, αλκοόλης, ...
- биометрия στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- высмеивание στα ελληνικά - χλευασμός, παρωδία, κοροϊδία, χλευασμό, χλευασμού, τον χλευασμό, περίγελο
- должник στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Приглушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, κουκουλώνω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
Μεταφράσεις: πνίγω, κουκουλώνω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση