Придурковатый στα ελληνικά
Μετάφραση: придурковатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτός, μουγγός, χαζός, βλακώδης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ведомственный στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, στενός, τμήματος, νομαρχιακό, τμημάτων, νομαρχιακών, νομαρχιακές
- воинствующий στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
- восьмистишие στα ελληνικά - οκτάβα, οκτάβας, της οκτάβας, οκτάβες
- высвобождать στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Придурковатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτός, μουγγός, χαζός, βλακώδης
Μεταφράσεις: κουτός, μουγγός, χαζός, βλακώδης