Прижигать στα ελληνικά
Μετάφραση: прижигать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, φωτιά, απολύω, καυτηριάζω, πυρκαγιά, καυτηρίαση, καυτηρίαζαν, είναι καυστικó για, είναι καυστικó
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бельё στα ελληνικά - εσώρουχα, κλινοσκεπάσματα, πλύση, λινός, Εσώρουχα γυναικεία, lingerie, εσωρούχων, ...
- вассальный στα ελληνικά - υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
- гидросамолёт στα ελληνικά - φελλός, επιπλέω, υδροπλάνο, υδροπλάνου, με υδροπλάνο, seaplane
- дряблый στα ελληνικά - μπόσικος, χαλαρός, αργοκίνητος, λάσκος, πλαδαρός, κουτσαίνω, πλαδαρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Прижигать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, φωτιά, απολύω, καυτηριάζω, πυρκαγιά, καυτηρίαση, καυτηρίαζαν, είναι καυστικó για, είναι καυστικó
Μεταφράσεις: πυροβολώ, φωτιά, απολύω, καυτηριάζω, πυρκαγιά, καυτηρίαση, καυτηρίαζαν, είναι καυστικó για, είναι καυστικó