Καυτηριάζω στα ρωσικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прижечь, клеймить, прижигать, увядший, Sear, шептало, шептала
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, καυτηριάζω στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα ρωσικά - пирог, девка, каустик, шлюха, торт, язвительный, терпкий, ...
- καυτερός στα ρωσικά - знойный, палящий, обжигающий, жаркий, сжигание, горения, горение, ...
- καυτός στα ρωσικά - пылко, разгоряченный, бедовый, кипящий, высокорадиоактивный, пылкий, жгучий, ...
- καυχησιάρης στα ρωσικά - хвастунья, фанфарон, хвастливый, хвастун, бахвал, хвастуном, скарпель, ...
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: прижечь, клеймить, прижигать, увядший, Sear, шептало, шептала
Μεταφράσεις: прижечь, клеймить, прижигать, увядший, Sear, шептало, шептала