Прикарманить στα ελληνικά

Μετάφραση: прикарманить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλληλος, οικειοποιούμαι, τσέπη, σφετερίζομαι, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
Прикарманить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • астма στα ελληνικά - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
  • бетонный στα ελληνικά - μπετόν, σκυρόδεμα, μπετό, συγκεκριμένος, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
  • горесть στα ελληνικά - αγωνία, ατυχία, θλίψη, οδύνη, λύπη, καημός, πικρία, ...
  • довершать στα ελληνικά - τελείωμα, τερματισμός, τελειώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, ολοκλήρωση, τέλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Прикарманить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλληλος, οικειοποιούμαι, τσέπη, σφετερίζομαι, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη