Οικειοποιούμαι στα ρωσικά

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соответствующий, уместный, прикарманить, ответный, присваивать, надлежащий, подходящий, закономерный, присвоить, oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, οικειοποιούμαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα ρωσικά - проявить, обнаруживать, являть, показывать, монитор, демонстрация, проявление, ...
  • οικείος στα ρωσικά - тесный, однородный, внутренний, личный, близкий, подразумевать, объявлять, ...
  • οικειότητα στα ρωσικά - близкие, бесцеремонность, фамильярность, вольность, осведомленность, фамильярно, близость, ...
  • οικιακός στα ρωσικά - семейный, отечественный, внутренний, бытовой, домочадцы, хозяйство, домашний, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: соответствующий, уместный, прикарманить, ответный, присваивать, надлежащий, подходящий, закономерный, присвоить, oikeiopoioumai