Прилегающий στα ελληνικά
Μετάφραση: прилегающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессловесный στα ελληνικά - εμβρόντητος, άφωνος, άναυδος, μουγγός, σιωπηλός, χαζός, πειθήνιος, ...
- воздвигать στα ελληνικά - ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ...
- дефект στα ελληνικά - ατέλεια, λάθος, μειονέκτημα, ζουζούνι, ψεγάδι, αποστατώ, αμαυρώνω, ...
- желает στα ελληνικά - ευχές, επιθυμίες, τις επιθυμίες, επιθυμία, επιθυμεί
Τυχαίες λέξεις
Прилегающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Μεταφράσεις: διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα