Примериться στα ελληνικά
Μετάφραση: примериться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλέπω, σκοπεύω, βλέψη, σκοπός, προσπάθησα, προσπάθησε, προσπάθησαν, δοκιμάσει, αντεπίθεση
Μεταφράσεις
- атомность στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
- генетик στα ελληνικά - γενεσιολόγος, γενετησιολόγο, γενετησιολόγος, γενετιστής, γενετιστή
- дыхало στα ελληνικά - blowhole, μικρών διάκενων
- ежедневный στα ελληνικά - καθημερινός, ασήμαντος, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Примериться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλέπω, σκοπεύω, βλέψη, σκοπός, προσπάθησα, προσπάθησε, προσπάθησαν, δοκιμάσει, αντεπίθεση
Μεταφράσεις: αποβλέπω, σκοπεύω, βλέψη, σκοπός, προσπάθησα, προσπάθησε, προσπάθησαν, δοκιμάσει, αντεπίθεση