Примитивный στα ελληνικά
Μετάφραση: примитивный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχέγονος, αγενής, αγροίκος, πρωτόγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Μεταφράσεις
- богомолка στα ελληνικά - προσκύνημα, προσευχή, προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές
- выступление στα ελληνικά - επενέργεια, αγωγή, δήλωση, ακτινοβολία, υπολογισμός, χείλος, διάβημα, ...
- догадываться στα ελληνικά - φαντάζομαι, εικασία, μαντεύω, καταλαβαίνω, κατανοώ, υποθέτω, μαντέψει, ...
- жиро στα ελληνικά - οπισθογράφηση, επιδοκιμασία, giro, επιταγών, τρεχούμενων, τρεχούμενου, ταχυδρομικών επιταγών
Τυχαίες λέξεις
Примитивный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχέγονος, αγενής, αγροίκος, πρωτόγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Μεταφράσεις: αρχέγονος, αγενής, αγροίκος, πρωτόγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα