Примкнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: примкнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταπαντώ, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Примкнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акт στα ελληνικά - σύνοδος, πράξη, σύγκληση, συνεπάγομαι, πράξης, Act, πράξεως, ...
  • алкоголик στα ελληνικά - μεθυσμένος, αλκοολικός, φέσι, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
  • букинист στα ελληνικά - μεταχειρισμένα, μεταχειρισμένων, παθητικό, το παθητικό, τα μεταχειρισμένα
  • всеядный στα ελληνικά - παμφάγος, παμφάγοι, παμφάγα, παμφάγων, παμφάγο
Τυχαίες λέξεις
Примкнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταπαντώ, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν