Принимать στα ελληνικά
Μετάφραση: принимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, παίρνω, πέρασμα, παραδέχομαι, κυκλοφορώ, έχε, εισάγω, λαμβάνω, εκφωνώ, παραδίδω, δέχομαι, υιοθετώ, στενά, υποθέτω, περνώ, αποδέχομαι, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- александрийский στα ελληνικά - αλεξανδρινός, Αλεξανδρινού, αλεξανδρινή, Αλεξανδρινών, Αλεξανδρινής
- бесплатный στα ελληνικά - δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- браконьер στα ελληνικά - λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, poacher, λαθροκυνηγό, άρπαξ
- живительный στα ελληνικά - τραγανιστός, ξηρός, τσουχτερός, τονωτικός, ζωογόνο, ζωοποιό, ζωοποιός, ...
Τυχαίες λέξεις
Принимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, παίρνω, πέρασμα, παραδέχομαι, κυκλοφορώ, έχε, εισάγω, λαμβάνω, εκφωνώ, παραδίδω, δέχομαι, υιοθετώ, στενά, υποθέτω, περνώ, αποδέχομαι, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Μεταφράσεις: έχω, παίρνω, πέρασμα, παραδέχομαι, κυκλοφορώ, έχε, εισάγω, λαμβάνω, εκφωνώ, παραδίδω, δέχομαι, υιοθετώ, στενά, υποθέτω, περνώ, αποδέχομαι, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν