Приносить στα ελληνικά

Μετάφραση: приносить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταφέρω, φέρνω, κουβαλώ, μεταδίδω, παίρνω, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Приносить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абака στα ελληνικά - καννάβι της μανίλας, άβακα, αβάκα, αμπάκα, abaca
  • выкуп στα ελληνικά - εξαγορά, αποπληρωμή, λύτρα, λύτρωση, εξαγοράς, την εξαγορά, εξαργύρωση
  • вычислимый στα ελληνικά - υπολογίσιμος, υπολογίσιμο, υπολογίσιμη, υπολογίσιμων, υπολογίσιμης
  • диалектальный στα ελληνικά - διαλέκτου, διαλεκτικού, οι διαλεκτικοί, προφορικού διαλεκτικού, διαλεκτικές της
Τυχαίες λέξεις
Приносить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταφέρω, φέρνω, κουβαλώ, μεταδίδω, παίρνω, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν