Принудить στα ελληνικά
Μετάφραση: принудить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, βία, φτιάχνω, επιβάλλω, κατασκευάζω, δύναμη, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возлежать στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, πλαγιάζω, μισοξαπλώνω, ακουμβώ, ριζώ, recline
- впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- джонка στα ελληνικά - σκουπίδια, junk, πρόχειρο, παλιοπραγμάτων, ανεπιθύμητης
- забрести στα ελληνικά - τριγυρίζω, αδέσποτος, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Принудить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, βία, φτιάχνω, επιβάλλω, κατασκευάζω, δύναμη, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Μεταφράσεις: κάνω, βία, φτιάχνω, επιβάλλω, κατασκευάζω, δύναμη, πειθαναγκάζω, εξαναγκάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό