Приостанавливаться στα ελληνικά

Μετάφραση: приостанавливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, παύω, διακοπή, παύση, διακόπτω, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Приостанавливаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бараний στα ελληνικά - αρνίσιο κρέας, κρέατος προβάτου, προβάτου, κρέας προβάτου, του κρέατος προβάτου
  • брюква στα ελληνικά - μέγα γογγύλιον, rutabaga
  • взимать στα ελληνικά - παίρνω, σφίγγω, συλλέγω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, ...
  • джордж στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Приостанавливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, παύω, διακοπή, παύση, διακόπτω, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση