Приоткрытый στα ελληνικά
Μετάφραση: приоткрытый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, ανοιχτός, ανοίγω, ανεμοδαρμένος, εγκαινιάζω, ανοικτός, μισοανοιγμένος, μισάνοιχτη πόρτα, ημίκλειστος, μισάνοιχτου, μισάνοιχτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бодаться στα ελληνικά - βάζω, κουτουλώ, τοποθετώ, βαρέλι, πισινό, άκρη, συγκόλληση κατ, ...
- бодрый στα ελληνικά - ρωμαλέος, κινητός, ακμαίος, φαιδρός, γλαφυρός, δυνατός, ζωντανός, ...
- всепоглощающий στα ελληνικά - συναρπαστικό, συναρπαστική, engrossing, συναρπαστικές, στο γεγονός της τελειοποιήσεως
- главный στα ελληνικά - κεντρικός, κυριότερος, πρώτος, πρωτεύουσα, λαμπρός, στρατηγός, ηγετικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Приоткрытый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, ανοιχτός, ανοίγω, ανεμοδαρμένος, εγκαινιάζω, ανοικτός, μισοανοιγμένος, μισάνοιχτη πόρτα, ημίκλειστος, μισάνοιχτου, μισάνοιχτης
Μεταφράσεις: γυμνός, ανοιχτός, ανοίγω, ανεμοδαρμένος, εγκαινιάζω, ανοικτός, μισοανοιγμένος, μισάνοιχτη πόρτα, ημίκλειστος, μισάνοιχτου, μισάνοιχτης