Приплывать στα ελληνικά
Μετάφραση: приплывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτάνω, φθάνω, έρχομαι, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцентировать στα ελληνικά - στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, ...
- аналог στα ελληνικά - ανάλογο, αναλογική, αναλογικό, αναλογικές, αναλογικών, αναλογικά
- вспотеть στα ελληνικά - ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
- горесть στα ελληνικά - αγωνία, ατυχία, θλίψη, οδύνη, λύπη, καημός, πικρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Приплывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτάνω, φθάνω, έρχομαι, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
Μεταφράσεις: φτάνω, φθάνω, έρχομαι, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση