Приплясывать στα ελληνικά
Μετάφραση: приплясывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορεύω, ταξιδάκι, πεδικλώνω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессонница στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- гегемон στα ελληνικά - ηγεμονία, αρχηγός, ηγεμόνας, εξουσία, κύρος, κυριαρχία, ηγήτορας, ...
- декорум στα ελληνικά - ευπρέπεια, κοσμιότητα, ευπρέπειας, ευπρέπειά, την ευπρέπεια, decorum
- донестись στα ελληνικά - διανύω, είμαι, βρίσκομαι, επιπλέω, ίπταμαι, φέρω απλά, αύρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Приплясывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορεύω, ταξιδάκι, πεδικλώνω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού
Μεταφράσεις: χορεύω, ταξιδάκι, πεδικλώνω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού