Λέξη: επιτροπή

Σχετικές λέξεις: επιτροπή

επιτροπή κεφαλαιαγοράς, επιτροπή ερευνών πθ, επιτροπή ελέγχου δαπανών και εκλογικών παραβάσεων, επιτροπή ερευνών απθ, επιτροπή ερευνών πανεπιστημίου ιωαννίνων, επιτροπή ερευνών δπθ, επιτροπή επαγγελματικού αθλητισμού, επιτροπή προμηθειών υγείας, επιτροπή εποπτείας και ελέγχου παιγνίων, επιτροπή ανταγωνισμού, επιτροπή ερευνών, ευρωπαϊκή επιτροπή, επιτροπή τηλεπικοινωνιών, πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, εφορευτική επιτροπή, σχολική επιτροπή, εθνική επιτροπή τηλεπικοινωνιών

Συνώνυμα: επιτροπή

πινακίδα, σανίδα, πλευρά πλοίου, χαρτόνι, οικοτροφία, προμήθεια, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός, αντιπροσωπεία, αποστολή, εξουσιοδότηση

Μεταφράσεις: επιτροπή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tribunal, committee, commission, board, Committee shall, the Committee
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comité, tribunal, comisión, juzgado, comité de, comisión de, del comité
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschuss, strafgericht, provision, gremium, kommission, komitee, Ausschuss, Komitee, Ausschusses
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cour, justice, comité, avis, commission, tribunal, bureau, Comité de, Comité a, Comité des
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comitato, giunta, commissione, comitato di, comitato per, esame
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
junta, comité, comissão, comitê, comité de, comitê de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boodschap, gerechtsgebouw, commissie, opdracht, gerecht, comité, balie, principale, Comite, de commissie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
комиссия, завком, трибунал, суд, комитет, секция, комитета, комиссия по, комитет по
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommisjon, komité, komiteen, utvalg
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kommission, domstol, utskott, nämnd, kommitté, utskottet, kommittén
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
komitea, tribunaali, komissio, tuomioistuin, myyntipalkkio, tuomaristo, toimikunta, lautakunta, valiokunta, valiokunnan, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
domstol, udvalg, ret, komité, udvalget, Komité, udvalgets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soud, komise, komité, výbor, výboru, výborem, výbor pro
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sąd, trybunał, komisja, zarząd, komitet, Komitetu, komisji, Komitet ds
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizottság, bizottságot, bizottsági, Bizottságának, bizottságnak
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyon, kurul, komite, komitesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суд, комісія, комітет, трибунал, комітету
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komitet, komision, Komiteti, komisioni, komitetit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съд, трибунал, комитет, комисия, комисиите, комитета
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камітэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
komitee, tribunal, vahekohus, komisjon, komiteele, komisjonis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudnica, povjerenstvo, povjereništvo, sud, odbora, komitet, komisija, odbor, odbor za, odbor je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nefnd, dómstóll, Nefndin, nefndarinnar, nefndinni, Nefndarmenn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komisija, komitetas, komiteto, reikalų komitetas, komitetą, komitetui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesa, tribunāls, komiteja, komiteju, komitejas, komitejai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судот, Комитетот, комисија, комитет, комисијата, одбор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comitet, curte, comisie, comitetului, comisiei, comitet de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
komise, tribunál, odbor, odbor je, odbor za, odbora
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tribunál, výbor, výboru, výbor pre, výborom

Στατιστικά δημοτικότητας: επιτροπή

Τυχαίες λέξεις