Приподнимать στα ελληνικά

Μετάφραση: приподнимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυψώνω, αναστηλώνω, ζυγιάζω, σηκώνω, ανατρέφω, υψώνω, ζυγίζω, ασανσέρ, heft, ειδικό βάρος, λαβή, στο heft
Приподнимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апеллирующий στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
  • буфетная στα ελληνικά - λάντζα, βοηθη, δωμάτιο μαγειρικών σκεύων, δωμάτιο του καθαρισμού μαγειρικών σκεύων
  • выпускать στα ελληνικά - σχέδιο, τεύχος, κυκλοφορώ, δίνω, θέμα, προσκομίζω, αφήνω, ...
  • диффузор στα ελληνικά - διαχύτη, διαχύτης, diffuser, διάχυσης, διαχυτή
Τυχαίες λέξεις
Приподнимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυψώνω, αναστηλώνω, ζυγιάζω, σηκώνω, ανατρέφω, υψώνω, ζυγίζω, ασανσέρ, heft, ειδικό βάρος, λαβή, στο heft