Припрятывать στα ελληνικά

Μετάφραση: припрятывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπείο, κρύβω, απόθεμα, κομπόδεμα, μάσκα, κρύβομαι, θέτω κατά μέρος, stash, κρύπτη, κρυψώνα, θέτω
Припрятывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аутопсия στα ελληνικά - νεκροψία, αυτοψία, αυτοψίας, την αυτοψία, νεκροψίας
  • вагончик στα ελληνικά - νταλίκα, τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων
  • вахлак στα ελληνικά - φερέγγυος, εχέγγυος, vahlak
  • взаимодействует στα ελληνικά - αλληλεπιδρά, αλληλαντιδρά, αλληλεπιδρά το, να αλληλεπιδρά
Τυχαίες λέξεις
Припрятывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπείο, κρύβω, απόθεμα, κομπόδεμα, μάσκα, κρύβομαι, θέτω κατά μέρος, stash, κρύπτη, κρυψώνα, θέτω