Припуск στα ελληνικά
Μετάφραση: припуск, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, επίδομα, επιχορήγηση, απόθεμα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Μεταφράσεις
- антракт στα ελληνικά - διάλειμμα, διάστημα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
- артезианский στα ελληνικά - αρτεσιανός, αρτεσιανων, αρτεσιανό, αρτεσιανών, αρτεσιανά
- воспитывающий στα ελληνικά - πειθαρχικός, εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτική, μορφωτικό, εκπαιδευτικά
- догадливость στα ελληνικά - καπατσοσύνη, εξυπνάδα, πονηριά, πανουργία, εξυπνάδα που έχετε, την πονηριά
Τυχαίες λέξεις
Припуск στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, επίδομα, επιχορήγηση, απόθεμα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Μεταφράσεις: παρακρατώ, επίδομα, επιχορήγηση, απόθεμα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα