Припуститься στα ελληνικά
Μετάφραση: припуститься, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, υποπτεύομαι, υποτίθεται, υποθέτω, παραχωρώ, μαντεύω, εικασία, προϋποθέτω, παραδέχομαι, pripustit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абразивный στα ελληνικά - τραχύς, τραχιά, λειαντικά, λειαντικό, λειαντικών, αποξεστικό
- бейлиф στα ελληνικά - δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή, δικαστικό επιμελητή, επιμελητή
- беспокойство στα ελληνικά - μπελάς, ταλαιπωρία, αναταραχή, λήψη, ενδιαφέρον, ξέσπασμα, ενοχλώ, ...
- вдесятеро στα ελληνικά - δεκαπλάσιος, δέκα φορές, δεκαπλάσια, δεκαπλάσιο, κατά δέκα φορές
Τυχαίες λέξεις
Припуститься στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, υποπτεύομαι, υποτίθεται, υποθέτω, παραχωρώ, μαντεύω, εικασία, προϋποθέτω, παραδέχομαι, pripustit
Μεταφράσεις: εισάγω, υποπτεύομαι, υποτίθεται, υποθέτω, παραχωρώ, μαντεύω, εικασία, προϋποθέτω, παραδέχομαι, pripustit